- στιγμόμετρο(ν)
- мор. морской хронометр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στιγμόμετρο — το, Ν 1. ρολόγι ακριβείας, εφοδιασμένο με δείκτη δευτερολέπτων και τών κλασμάτων τους, το οποίο μπορεί να τεθεί σε κίνηση και να σταματήσει ακαριαία με την πίεση ενός κουμπιού, χρησιμοποιούμενο για πολύ ακριβείς μετρήσεις χρόνου 2. (γραφ. τεχν.)… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
στιχόμετρο — το, Ν (γραφ. τεχν.) αριθμημένος σε στιγμές και τετράγωνα τών δώδεκα στιγμών κανόνας για τη μέτρηση τών στίχων, τού μεγέθους τών τυπογραφικών στοιχείων και τών διαστημάτων σε ένα στοιχειοθετημένο κείμενο, αλλ. στιγμόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος +… … Dictionary of Greek